Τσακώνικη διάλεκτος

Τσακωνική διάλεκτος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Τσακωνική διάλεκτος είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας άνηκε στην αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα.

Ταξινόμηση 

Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής. Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.
Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου. Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης και, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ).
Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, η οποία θα οδηγούσε σε αναγνώριση και σχολική διδασκαλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή ελληνογενής γλώσσα σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική.

Ετυμολογία - Προέλευση του τοπωνυμίου 

Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:
  • Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος. Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδίαθα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.
  • Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.
  • Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.
Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.
Γλωσσικά χαρακτηριστικά


Φωνολογικά χαρακτηριστικά

  1. Διατήρηση του δωρικού -α- αντί του κοινού -η-, που προήλθε από την ελληνιστική κοινή (π.χ. μάτη < μάτηρ (αντί μήτηρ), αυοά «αυλή», ψαλαφού «ψηλαφώ», κ‘ώλακα «σκώληκας», σάμερε «σήμερα»).
  2. Εκτεταμένος ρωτακισμός, δηλ. τροπή σ > ρ προ φωνήεντος και λ > ρ σε συμφωνικό σύμπλεγμα (π.χ. φρούα «φλούδα», κράμα «κλήμα», γρούσσα «γλώσσα», τσούνερ έσι; «τίνος είσαι;», τšειρ αμέρε «τρεις ημέρες», τσιρ ε’; «ποιος (τις) είναι;»).
  3. Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα με τον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ»,σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [curé] «τυρί», γιούρε [júre] «γύρος», νιούτ‘α [ŋútha] «νύχτα», χκιούπο [xcúpo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη και για την ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).
  4. Τσιτακισμός, δηλ. προστριβοποίηση των ουρανικών κ, τ και του σ σε τσ, συνήθως προ των προσθίων φωνηέντων ε, ι [e, i] (π.χ. τσύφου < κύπτω, τσερέ < ξηρός, τσία < αξίνα, τšούτšουμο < σύσσωμος, τσίπτα < τίποτα, ότσι < ότι, τšινού < κινώ, στšύλε < σκύλος, τšέα < κέλλα).


Δείγμα τής διαλέκτου

Το καβγί με τα νορά «Το παιδί με την ουρά» (παραμύθι)
Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίονσερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαι να βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαι να φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τα νι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τα νι λίγου πολιότερε τšαι το καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.
Απόδοση
Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε να το πάρει ο πατέρας του, να το βάλει στο δισάκι και να το βγάλει να το γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), να το σταυρώσει και να φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, για να κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο και το παιδί φαρμακώθηκε.
Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)
Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…
Απόδοση
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου